- ιψενικό
- -ή, -ό [Ίψεν]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νορβηγό συγγραφέα Ίψεν («ιψενικό δράμα»)2. φρ. «ιψενικό τρίγωνο» — το ζεύγος τών συζύγων και ο εραστής ή η ερωμένη, που είναι κοινός φίλος τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… … Dictionary of Greek
ιψενικός — ή, ό στη φρ., «ιψενικό τρίγωνο», ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)